ένζυμο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ένζυμο | τα | ένζυμα |
| γενική | του | ενζύμου & ένζυμου |
των | ενζύμων |
| αιτιατική | το | ένζυμο | τα | ένζυμα |
| κλητική | ένζυμο | ένζυμα | ||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ένζυμο < λόγιο ενδογενές δάνειο: γερμανική Εnzym < μεσαιωνική ελληνική ἔνζυμος στο ουδέτερο γένος < αρχαία ελληνική ἔν + ζύμη [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈen.zi.mo/
- ⓘ
Ουσιαστικό
ένζυμο ουδέτερο
- (βιοχημεία) οργανική χημική ένωση που δρα ως καταλύτης σε βιοχημικές αντιδράσεις
Συγγενικά
- ενζυμικός
- ένζυμος
Σύνθετα
Μεταφράσεις
Αναφορές
- ένζυμο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.