ένζυμο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ένζυμο τα ένζυμα
      γενική του ενζύμου
& ένζυμου
των ενζύμων
    αιτιατική το ένζυμο τα ένζυμα
     κλητική ένζυμο ένζυμα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ένζυμο < λόγιο ενδογενές δάνειο: γερμανική Εnzym < μεσαιωνική ελληνική ἔνζυμος στο ουδέτερο γένος < αρχαία ελληνική ἔν + ζύμη [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈen.zi.mo/
 

Ουσιαστικό

ένζυμο ουδέτερο

Συγγενικά

Σύνθετα

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.