εγχειρίζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

εγχειρίζω < αρχαία ελληνική ἐγχειρίζω < ἐν + χείρ
ομάδα γιατρών που εγχειρίζουν

Ρήμα

εγχειρίζω (παθητική φωνή: εγχειρίζομαι)

  1. δίνω κάτι στα χέρια κάποιου
    Μου ενεχείρισε τη διαθήκη του για να τη φυλάξω
  2. (ιατρική) κάνω εγχείρηση
     συνώνυμα: εγχειρώ, χειρουργώ

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.