ένθεος
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ένθεος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἔνθεος < ἐν + θε(ός) + -ος
Επίθετο
ένθεος, -η/ος, -ο (και σπάνια, θηλυκό ένθεα)
Κλίση
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- ένθεος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.