εντοιχίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ρήμα
εντοιχίζω (παθητική φωνή: εντοιχίζομαι)
- προσαρμόζω (κάτι) στην επιφάνεια ενός τοίχου
- προσαρμόζω (κάτι) σε εσοχή ενός τοίχου, ώστε να μην εξέχει
Συγγενικά
- εντοίχιση
- εντοιχισμένος
- εντοιχισμός
- → δείτε τις λέξεις εν και τοίχος
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | εντοιχίζω | εντοίχιζα | θα εντοιχίζω | να εντοιχίζω | εντοιχίζοντας | |
| β' ενικ. | εντοιχίζεις | εντοίχιζες | θα εντοιχίζεις | να εντοιχίζεις | εντοίχιζε | |
| γ' ενικ. | εντοιχίζει | εντοίχιζε | θα εντοιχίζει | να εντοιχίζει | ||
| α' πληθ. | εντοιχίζουμε | εντοιχίζαμε | θα εντοιχίζουμε | να εντοιχίζουμε | ||
| β' πληθ. | εντοιχίζετε | εντοιχίζατε | θα εντοιχίζετε | να εντοιχίζετε | εντοιχίζετε | |
| γ' πληθ. | εντοιχίζουν(ε) | εντοίχιζαν εντοιχίζαν(ε) |
θα εντοιχίζουν(ε) | να εντοιχίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | εντοίχισα | θα εντοιχίσω | να εντοιχίσω | εντοιχίσει | ||
| β' ενικ. | εντοίχισες | θα εντοιχίσεις | να εντοιχίσεις | εντοίχισε | ||
| γ' ενικ. | εντοίχισε | θα εντοιχίσει | να εντοιχίσει | |||
| α' πληθ. | εντοιχίσαμε | θα εντοιχίσουμε | να εντοιχίσουμε | |||
| β' πληθ. | εντοιχίσατε | θα εντοιχίσετε | να εντοιχίσετε | εντοιχίστε | ||
| γ' πληθ. | εντοίχισαν εντοιχίσαν(ε) |
θα εντοιχίσουν(ε) | να εντοιχίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω εντοιχίσει | είχα εντοιχίσει | θα έχω εντοιχίσει | να έχω εντοιχίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις εντοιχίσει | είχες εντοιχίσει | θα έχεις εντοιχίσει | να έχεις εντοιχίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει εντοιχίσει | είχε εντοιχίσει | θα έχει εντοιχίσει | να έχει εντοιχίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε εντοιχίσει | είχαμε εντοιχίσει | θα έχουμε εντοιχίσει | να έχουμε εντοιχίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε εντοιχίσει | είχατε εντοιχίσει | θα έχετε εντοιχίσει | να έχετε εντοιχίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν εντοιχίσει | είχαν εντοιχίσει | θα έχουν εντοιχίσει | να έχουν εντοιχίσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.