έμβολο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | έμβολο | τα | έμβολα |
| γενική | του | εμβόλου & έμβολου |
των | εμβόλων |
| αιτιατική | το | έμβολο | τα | έμβολα |
| κλητική | έμβολο | έμβολα | ||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- έμβολο < (καθαρεύουσα) ἔμβολον < αρχαία ελληνική ἔμβολον < ἐμβάλλω
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈeɱ.vo.lo/
Ουσιαστικό
έμβολο ουδέτερο,
- οτιδήποτε που εμβάλλεται - εισάγεται μέσα σε κάποιο σώμα.
- (ναυτικός όρος): μέσον εμβολισμού, προσγειάλωσης
- (μηχανολογία): σπουδαίο παλινδρομικό εξάρτημα των μηχανών, που κινείται μέσα σε κύλινδρο.
- (τεχνολογία): το κινητό μέρος κάθε είδους σύριγγας.
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.