ενδιαφέρων

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ενδιαφέρων
& ενδιαφέροντας
η ενδιαφέρουσα το ενδιαφέρον
      γενική του ενδιαφέροντος
& ενδιαφέροντα
της ενδιαφέρουσας
& ενδιαφερούσης*
του ενδιαφέροντος
    αιτιατική τον ενδιαφέροντα την ενδιαφέρουσα το ενδιαφέρον
     κλητική ενδιαφέρων
& ενδιαφέροντα
ενδιαφέρουσα ενδιαφέρον
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ενδιαφέροντες οι ενδιαφέρουσες τα ενδιαφέροντα
      γενική των ενδιαφερόντων των ενδιαφερουσών των ενδιαφερόντων
    αιτιατική τους ενδιαφέροντες τις ενδιαφέρουσες τα ενδιαφέροντα
     κλητική ενδιαφέροντες ενδιαφέρουσες ενδιαφέροντα
Ίδιες είναι οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ων, -ουσα, -ον
Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές.
* παλιότερος λόγιος τύπος
ομάδα 'τρέχων', Κατηγορία όπως «τρέχων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Προφορά

ΔΦΑ : /en.ði̯aˈfe.ɾon/ & /en.ðʝaˈfe.ɾon/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ενδιαφέρων
ομόηχο: ενδιαφέρον

Μετοχή

ενδιαφέρων, -ουσα, -ον

Εκφράσεις

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.