εν-
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- εν- < αρχαία ελληνική ἐν- < πρόθεση ἐν. Δείτε και εν
Προφορά
- ΔΦΑ : /en/
Πρόθημα
εν- ή έν- πριν από τ, δ, θ, σ, ζ
- λόγια πρόθεση που δηλώνει ως πρόθημα
Συνώνυμα
Σύνθετα
- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα εν- στο Βικιλεξικό
- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα έν- στο Βικιλεξικό
- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα εγ- στο Βικιλεξικό
- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα έγ- στο Βικιλεξικό
- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα ελ- στο Βικιλεξικό
- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα έλ- στο Βικιλεξικό
- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα εμ- στο Βικιλεξικό
- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα έμ- στο Βικιλεξικό
- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα ερ- στο Βικιλεξικό
- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα έρ- στο Βικιλεξικό
Αναφορές
- εν- - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Ο Ευάγγελος Πετρούνιας, υπεύθυνος για τις ετυμολογίες του Λεξικού, σημειώνει: «χωρίς κάποια εμφανή σημασία» για τις λέξεις: ενισχύω, ενδιαφέρομαι, ενοχλώ, ελλείπω, ενοχή, ενόχληση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.