έντεχνος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | έντεχνος | η | έντεχνη | το | έντεχνο |
| γενική | του | έντεχνου | της | έντεχνης | του | έντεχνου |
| αιτιατική | τον | έντεχνο | την | έντεχνη | το | έντεχνο |
| κλητική | έντεχνε | έντεχνη | έντεχνο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | έντεχνοι | οι | έντεχνες | τα | έντεχνα |
| γενική | των | έντεχνων | των | έντεχνων | των | έντεχνων |
| αιτιατική | τους | έντεχνους | τις | έντεχνες | τα | έντεχνα |
| κλητική | έντεχνοι | έντεχνες | έντεχνα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- έντεχνος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἔντεχνος < ἐν (έν-) + -τεχνος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *teḱs-
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈen.de.xnos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : έ‐ντε‐χνος
- παλιότερος συλλαβισμός : έν‐τε‐χνος
Επίθετο
έντεχνος, -η, -ο
- που γίνεται με τέχνη ή με καλλιτεχνία
- που γίνεται με καλλιτεχνική πρόθεση, που δεν είναι έργο ανωνύμου ή εμπειρικού καλλιτέχνη
- που έχει προσχεδιαστεί και δεν είναι αυθόρμητος
- ↪ την εξαπάτησε με έντεχνο τρόπο
- ≈ συνώνυμα: επιτήδειος
Συγγενικά
- έντεχνα
- εντέχνως
- τεχνηέντως
- → και δείτε τις λέξεις εν και τέχνη
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.