εμ-
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- εμ- < αρχαία ελληνική ἐμ- < ἐν- πριν από [p, v, f, m, ps] < ἐν
Προφορά
Πρόθημα
εμ- ή έμ-
Σύνθετα
- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα εμ- στο Βικιλεξικό
- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα έμ- στο Βικιλεξικό
και δείτε
- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα εν- στο Βικιλεξικό και όλες τις μορφές του εν-
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.