ανάμεσα

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ανάμεσα < μεσαιωνική ελληνική ἀνάμεσα < ἀνάμεσον < αρχαία ελληνική ἀνάμεσος < ἀνά + μέσος

Επίρρημα

ανάμεσα

  1. μεταξύ χώρων ή πραγμάτων, στον ενδιάμεσο χώρο
    το τοπίο ανάμεσα στα δυο χωριά είναι μαγευτικό
  2. (μεταφορικά) μεταξύ προσώπων
    ανάμεσα στους δυο παλιούς φίλους υπάρχει τώρα ένα χάσμα
  3. στον ενδιάμεσο χρόνο
    ανάμεσα στα δύο γεύματα τσιμπήστε κάτι ελαφρό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.