έμπιστος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο έμπιστος η έμπιστη το έμπιστο
      γενική του έμπιστου της έμπιστης του έμπιστου
    αιτιατική τον έμπιστο την έμπιστη το έμπιστο
     κλητική έμπιστε έμπιστη έμπιστο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι έμπιστοι οι έμπιστες τα έμπιστα
      γενική των έμπιστων των έμπιστων των έμπιστων
    αιτιατική τους έμπιστους τις έμπιστες τα έμπιστα
     κλητική έμπιστοι έμπιστες έμπιστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

έμπιστος < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική ἔμπιστος[1] < αρχαία ελληνική ἐν + πιστός (έμ- + πίστ(η) + -ος)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈem.bi.stos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: έμπιστος
παλιότερος συλλαβισμός: έμπιστος

Επίθετο

έμπιστος, -η, -ο

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.