έμψυχος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | έμψυχος | η | έμψυχη | το | έμψυχο |
| γενική | του | έμψυχου | της | έμψυχης | του | έμψυχου |
| αιτιατική | τον | έμψυχο | την | έμψυχη | το | έμψυχο |
| κλητική | έμψυχε | έμψυχη | έμψυχο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | έμψυχοι | οι | έμψυχες | τα | έμψυχα |
| γενική | των | έμψυχων | των | έμψυχων | των | έμψυχων |
| αιτιατική | τους | έμψυχους | τις | έμψυχες | τα | έμψυχα |
| κλητική | έμψυχοι | έμψυχες | έμψυχα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- έμψυχος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἔμψυχος < ἐν (ἔμ-) + -ψυχος
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈem.psi.xos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : έμ‐ψυ‐χος
Επίθετο
έμψυχος, -η, -ο
- (κυριολεκτικά και μεταφορικά) που έχει ψυχή
- (ουσιαστικοποιημένο) τα έμψυχα: όλα τα ζωντανά όντα (άνθρωποι, ζώα)
- ≠ αντώνυμα: άψυχο υλικό
Αντώνυμα
Πολυλεκτικοί όροι
- έμψυχο υλικό: οι άνθρωποι που υπηρετούν σε μια επιχείρηση, υπηρεσία κ.λπ.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.