εντάσσω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- εντάσσω < αρχαία ελληνική ἐντάσσω
Συγγενικά
- ένταξη
- ενταγμένος
- επανενταγμένος
- επανένταξη
- επανεντάσσω
- → δείτε τις λέξεις εν και τάσσω
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | εντάσσω | ενέτασσα | θα εντάσσω | να εντάσσω | εντάσσοντας | |
| β' ενικ. | εντάσσεις | ενέτασσες | θα εντάσσεις | να εντάσσεις | έντασσε | |
| γ' ενικ. | εντάσσει | ενέτασσε | θα εντάσσει | να εντάσσει | ||
| α' πληθ. | εντάσσουμε | εντάσσαμε | θα εντάσσουμε | να εντάσσουμε | ||
| β' πληθ. | εντάσσετε | εντάσσατε | θα εντάσσετε | να εντάσσετε | εντάσσετε | |
| γ' πληθ. | εντάσσουν(ε) | ενέτασσαν εντάσσαν(ε) |
θα εντάσσουν(ε) | να εντάσσουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ενέταξα | θα εντάξω | να εντάξω | εντάξει | ||
| β' ενικ. | ενέταξες | θα εντάξεις | να εντάξεις | ένταξε | ||
| γ' ενικ. | ενέταξε | θα εντάξει | να εντάξει | |||
| α' πληθ. | εντάξαμε | θα εντάξουμε | να εντάξουμε | |||
| β' πληθ. | εντάξατε | θα εντάξετε | να εντάξετε | εντάξτε | ||
| γ' πληθ. | ενέταξαν εντάξαν(ε) |
θα εντάξουν(ε) | να εντάξουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω εντάξει | είχα εντάξει | θα έχω εντάξει | να έχω εντάξει | ||
| β' ενικ. | έχεις εντάξει | είχες εντάξει | θα έχεις εντάξει | να έχεις εντάξει | έχε ενταγμένο | |
| γ' ενικ. | έχει εντάξει | είχε εντάξει | θα έχει εντάξει | να έχει εντάξει | ||
| α' πληθ. | έχουμε εντάξει | είχαμε εντάξει | θα έχουμε εντάξει | να έχουμε εντάξει | ||
| β' πληθ. | έχετε εντάξει | είχατε εντάξει | θα έχετε εντάξει | να έχετε εντάξει | έχετε ενταγμένο | |
| γ' πληθ. | έχουν εντάξει | είχαν εντάξει | θα έχουν εντάξει | να έχουν εντάξει | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
| Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) ενταγμένο | |||||
| Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) ενταγμένο | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) ενταγμένο | |||||
| Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) ενταγμένο | |||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.