εναγώνιος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | εναγώνιος | η | εναγώνια | το | εναγώνιο |
| γενική | του | εναγώνιου | της | εναγώνιας | του | εναγώνιου |
| αιτιατική | τον | εναγώνιο | την | εναγώνια | το | εναγώνιο |
| κλητική | εναγώνιε | εναγώνια | εναγώνιο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | εναγώνιοι | οι | εναγώνιες | τα | εναγώνια |
| γενική | των | εναγώνιων | των | εναγώνιων | των | εναγώνιων |
| αιτιατική | τους | εναγώνιους | τις | εναγώνιες | τα | εναγώνια |
| κλητική | εναγώνιοι | εναγώνιες | εναγώνια | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- εναγώνιος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐναγώνιος
Προφορά
- ΔΦΑ : /e.naˈɣo.ni.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : εν‐α‐γώ‐νι‐ος
- τονικό παρώνυμο: εναγωνίως
Μεταφράσεις
εναγώνιος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.