ελ-
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ελ- < αρχαία ελληνική ἐλ- < ἐν- πριν από [l] < ἐν
Προφορά
- ΔΦΑ : /el/ πριν από [l] ως εξής:
- < ελλ > /el/
- και σε διαλέκτους (Κυπριακή, Δωδεκανησιακή): /ell/
Πρόθημα
ελ- ή έλ-
Σύνθετα
- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα ελ- στο Βικιλεξικό
- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα έλ- στο Βικιλεξικό
και δείτε
- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα εν- στο Βικιλεξικό και όλες τις μορφές του εν-
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.