εμφανής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | εμφανής | η | εμφανής | το | εμφανές |
| γενική | του | εμφανούς* | της | εμφανούς | του | εμφανούς |
| αιτιατική | τον | εμφανή | την | εμφανή | το | εμφανές |
| κλητική | εμφανή(ς) | εμφανής | εμφανές | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | εμφανείς | οι | εμφανείς | τα | εμφανή |
| γενική | των | εμφανών | των | εμφανών | των | εμφανών |
| αιτιατική | τους | εμφανείς | τις | εμφανείς | τα | εμφανή |
| κλητική | εμφανείς | εμφανείς | εμφανή | |||
| * Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
| Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /eɱ.faˈnis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : εμ‐φα‐νής
- ομόηχο: εμφανείς
Συνώνυμα
και
Αντώνυμα
Συγγενικά
ετυμολογικό πεδίο
εμφαν- εμφαιν-
εμφαν- εμφαιν-
- ανεμφάνιστος
- εμφαίνω, εμφαίνομαι
- εμφανίζω, εμφανίζομαι
- εμφανισμένος
- εμφάνιση
- εμφανίσιμος
- εμφανισιακά (επίρρημα)
- εμφανισιακός
- εμφανιστήριο
- εμφανιστής
- εμφανώς (επίρρημα)
- επανεμφανίζω, επανεμφανίζομαι
- επανεμφάνιση
- επανεμφανισμένος
- παρεμφαίνω
- πρωτοεμφανίζομαι
- πρωτοεμφανιζόμενος
- συνεμφάνιση
- υπεμφαίνω
→ και δείτε τη λέξη φαίνομαι
- -φανής Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -φανής στο Βικιλεξικό
Μεταφράσεις
Αναφορές
- εμφανής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.