εμφανής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εμφανής η εμφανής το εμφανές
      γενική του εμφανούς* της εμφανούς του εμφανούς
    αιτιατική τον εμφανή την εμφανή το εμφανές
     κλητική εμφανή(ς) εμφανής εμφανές
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εμφανείς οι εμφανείς τα εμφανή
      γενική των εμφανών των εμφανών των εμφανών
    αιτιατική τους εμφανείς τις εμφανείς τα εμφανή
     κλητική εμφανείς εμφανείς εμφανή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

εμφανής < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐμφανής[1] < ἐμφαίνω < ἐν + φαν- (φαίνω). Συγχρονικά αναλύεται σε (εν-) εμ- + -φανής. Δείτε και αφανής.[2]

Προφορά

ΔΦΑ : /eɱ.faˈnis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: εμφανής
ομόηχο: εμφανείς

Επίθετο

εμφανής, -ής, -ές

Συνώνυμα

και

Αντώνυμα

Συγγενικά

 ετυμολογικό πεδίο 
εμφαν- εμφαιν- 

 και δείτε τη λέξη φαίνομαι

  • -φανής Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -φανής στο Βικιλεξικό

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. εμφανής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.