ἐμφανής

Αρχαία ελληνικά (grc)

Πτώση Ενικός Πληθυντικός
Ονομαστική ὁ, ἡ ἐμφανής τὸ ἐμφανές οἱ, αἱ ἐμφανεῖς τὰ ἐμφαν
Γενική τοῦ, τῆς ἐμφανοῦς τοῦ ἐμφανοῦς τῶν ἐμφανῶν τῶν ἐμφανῶν
Δοτική τῷ, τῇ ἐμφανεῖ τῷ ἐμφανεῖ τοῖς, ταῖς ἐμφανέσι(ν) τοῖς ἐμφανέσι(ν)
Αιτιατική τὸν, τὴν ἐμφαν τὸ ἐμφανές τοὺς, τὰς ἐμφανεῖς τὰ ἐμφαν
Κλητική ἐμφανές ἐμφανές ἐμφανεῖς ἐμφαν
Πτώσεις Δυικός
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική ἐμφανεῖ
Γενική-Δοτική ἐμφανοῖν

Ετυμολογία

ἐμφανής < ἐμφαίνω

Επίθετο

ἐμφανής, ής, ές

  1. που είναι ορατός, καταφανής, κατάδηλος
  2. πραγματικός

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.