εμφανίσιμος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εμφανίσιμος η εμφανίσιμη το εμφανίσιμο
      γενική του εμφανίσιμου της εμφανίσιμης του εμφανίσιμου
    αιτιατική τον εμφανίσιμο την εμφανίσιμη το εμφανίσιμο
     κλητική εμφανίσιμε εμφανίσιμη εμφανίσιμο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εμφανίσιμοι οι εμφανίσιμες τα εμφανίσιμα
      γενική των εμφανίσιμων των εμφανίσιμων των εμφανίσιμων
    αιτιατική τους εμφανίσιμους τις εμφανίσιμες τα εμφανίσιμα
     κλητική εμφανίσιμοι εμφανίσιμες εμφανίσιμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

εμφανίσιμος < εμφανίζω + -ιμος

Επίθετο

εμφανίσιμος

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.