εμφανισιακά
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- εμφανισιακά < εμφανισιακ(ός) + -ά
Προφορά
- ΔΦΑ : /eɱ.fa.ni.si.aˈka/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : εμ‐φα‐νι‐σι‐α‐κά
Επίρρημα
εμφανισιακά
- εμφανισιακώς (λογιότερο)
Κλιτικός τύπος επιθέτου
εμφανισιακά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους (εμφανισιακό) του εμφανισιακός
Πηγές
- εμφανισιακός, εμφανισιακά - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.