φαίνομαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

φαίνομαι < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική φαίνομαι, μέση φωνή του φαίνω (φέρνω στο φως, φωτίζω)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈfe.no.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φαίνομαι

Ρήμα

φαίνομαι, πρτ.: φαινόμουν, αόρ.: φάνηκα

  1. είμαι ορατός, εμφανής
    Κάποιος φαίνεται στον ορίζοντα.
  2. κάνω την εμφάνισή μου
    Μόλις φάνηκε ο ήλιος, ξεκίνησαν την πορεία.
    Πού είναι ο Νίκος; Έχει μέρες να φανεί.
  3. δίνω την εντύπωση
    Ο Γιώργος φαίνεται άρρωστος σήμερα.
  4. (στο τρίτο ενικό, απρόσωπο)  δείτε τη λέξη φαίνεται & μου φαίνεται

Εκφράσεις

  • είσαι και φαίνεσαι
  • μου φαίνεται
  • το είναι και το φαίνεσθαι: φιλοσοφικές έννοιες που αντιστοιχούν στην ουσία των πραγμάτων και την απατηλή αίσθηση

Παροιμίες

  • χωριό που φαίνεται, κολαούζο δε θέλει

Συγγενικά

  • -φανής Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -φανής στο Βικιλεξικό

(Χρειάζεται επεξεργασία)

Κλίση

Μεταφράσεις

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ρηματικός τύπος

φαίνομαι

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη φαίνω

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.