ευκρινής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ευκρινής | η | ευκρινής | το | ευκρινές |
| γενική | του | ευκρινούς* | της | ευκρινούς | του | ευκρινούς |
| αιτιατική | τον | ευκρινή | την | ευκρινή | το | ευκρινές |
| κλητική | ευκρινή(ς) | ευκρινής | ευκρινές | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ευκρινείς | οι | ευκρινείς | τα | ευκρινή |
| γενική | των | ευκρινών | των | ευκρινών | των | ευκρινών |
| αιτιατική | τους | ευκρινείς | τις | ευκρινείς | τα | ευκρινή |
| κλητική | ευκρινείς | ευκρινείς | ευκρινή | |||
| * Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
| Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ευκρινής < αρχαία ελληνική εὐκρινής < εὖ + κρίνω
Προφορά
- ΔΦΑ : /ef.kɾiˈnis/
Επίθετο
ευκρινής
- που μπορεί να φανεί ή να ακουστεί πολύ καλά, εύκολα αντιληπτός
- που έχει σαφήνεια, που το νόημά του γίνεται εύκολα κατανοητό
Μεταφράσεις
ευκρινής
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.