κατάδηλος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κατάδηλος η κατάδηλη το κατάδηλο
      γενική του κατάδηλου της κατάδηλης του κατάδηλου
    αιτιατική τον κατάδηλο την κατάδηλη το κατάδηλο
     κλητική κατάδηλε κατάδηλη κατάδηλο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κατάδηλοι οι κατάδηλες τα κατάδηλα
      γενική των κατάδηλων των κατάδηλων των κατάδηλων
    αιτιατική τους κατάδηλους τις κατάδηλες τα κατάδηλα
     κλητική κατάδηλοι κατάδηλες κατάδηλα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

κατάδηλος < αρχαία ελληνική κατάδηλος

Επίθετο

κατάδηλος, -η, -ο

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

κατάδηλος < κατά +δῆλος

Επίθετο

κατάδηλος, ος, -ον

Εκφράσεις

  • κατάδηλον ποιῶ: κάνω γνωστό, ανακαλύπτω
  • κατάδηλος γίγνομαι: ανακαλύπτομαι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.