εμφανιστήριο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το εμφανιστήριο τα εμφανιστήρια
      γενική του εμφανιστηρίου
& εμφανιστήριου
των εμφανιστηρίων
    αιτιατική το εμφανιστήριο τα εμφανιστήρια
     κλητική εμφανιστήριο εμφανιστήρια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εμφανιστήριο < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

εμφανιστήριο ουδέτερο

  1. χώρος που περιέχει όλα τα απαραίτητα εργαλεία και υλικά για την εμφάνιση φιλμ, σλάιντς ή φωτογραφιών και χρησιμοποιείται για αυτό το σκοπό
     συνώνυμα: σκοτεινός θάλαμος
  2. μηχάνημα που εκτελεί όλες τις διαδικασίες εμφάνισης και στερέωσης των φιλμ, σλάιντς ή φωτογραφιών
  3. (σπάνια) μηχάνημα προβολής φιλμ ή σλάιντς το οποίο χρησιμοποιείται για την αποτύπωση των φωτογραφικών φιλμ σε φωτογραφικό χαρτί
     συνώνυμα: μεγεθυντήρας

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.