εμφανιστήριο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | εμφανιστήριο | τα | εμφανιστήρια |
| γενική | του | εμφανιστηρίου & εμφανιστήριου |
των | εμφανιστηρίων |
| αιτιατική | το | εμφανιστήριο | τα | εμφανιστήρια |
| κλητική | εμφανιστήριο | εμφανιστήρια | ||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- εμφανιστήριο < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
εμφανιστήριο ουδέτερο
- χώρος που περιέχει όλα τα απαραίτητα εργαλεία και υλικά για την εμφάνιση φιλμ, σλάιντς ή φωτογραφιών και χρησιμοποιείται για αυτό το σκοπό
- μηχάνημα που εκτελεί όλες τις διαδικασίες εμφάνισης και στερέωσης των φιλμ, σλάιντς ή φωτογραφιών
- (σπάνια) μηχάνημα προβολής φιλμ ή σλάιντς το οποίο χρησιμοποιείται για την αποτύπωση των φωτογραφικών φιλμ σε φωτογραφικό χαρτί
- ≈ συνώνυμα: μεγεθυντήρας
Μεταφράσεις
χώρος
|
|
μηχάνημα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.