ενεργοποίηση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ενεργοποίηση | οι | ενεργοποιήσεις |
| γενική | της | ενεργοποίησης* | των | ενεργοποιήσεων |
| αιτιατική | την | ενεργοποίηση | τις | ενεργοποιήσεις |
| κλητική | ενεργοποίηση | ενεργοποιήσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, ενεργοποιήσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ενεργοποίηση < ενεργοποιώ + -ση
Μεταφράσεις
ενεργοποίηση
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.