επίδραση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η επίδραση οι επιδράσεις
      γενική της επίδρασης* των επιδράσεων
    αιτιατική την επίδραση τις επιδράσεις
     κλητική επίδραση επιδράσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, επιδράσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επίδραση < επί + δράση

Προφορά

ΔΦΑ : /eˈpi.ðɾa.si/

Ουσιαστικό

επίδραση θηλυκό

  1. μία ενέργεια που ασκείται σε ένα πρόσωπο ή πράγμα/κατάσταση και οι μεταβολές που προκαλεί
  2. η ενέργεια που ασκείται σε έναν δημιουργό ή στα έργα του από έργα άλλων δημιουργών

Συγγενικά

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.