επενέργεια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η επενέργεια οι επενέργειες
      γενική της επενέργειας των επενεργειών
    αιτιατική την επενέργεια τις επενέργειες
     κλητική επενέργεια επενέργειες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επενέργεια < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

επενέργεια θηλυκό

  1. η ενέργεια, η επιρροή πάνω σε κάτι
  2. η επίπτωση

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.