επενέργεια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | επενέργεια | οι | επενέργειες |
| γενική | της | επενέργειας | των | επενεργειών |
| αιτιατική | την | επενέργεια | τις | επενέργειες |
| κλητική | επενέργεια | επενέργειες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- επενέργεια < → λείπει η ετυμολογία
Συνώνυμα
- επίδραση
- επήρεια
- υπό το κράτος
- επηρεασμός
Συγγενικά
- επενεργώ
- επενεργών
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.