απραξία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | απραξία | οι | απραξίες |
| γενική | της | απραξίας | των | απραξιών |
| αιτιατική | την | απραξία | τις | απραξίες |
| κλητική | απραξία | απραξίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- απραξία < αρχαία ελληνική ἀπραξία < ἄπρακτος
Ουσιαστικό
απραξία θηλυκό
- η αδράνεια, η αεργία
- κάνω τη δουλειά που πρέπει αλλά μου μένουν συχνά ώρες απραξίας
- η έλλειψη εμπορικών συναλλαγών, η στασιμότητα των εργασιών
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.