αλληλεπίδραση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αλληλεπίδραση οι αλληλεπιδράσεις
      γενική της αλληλεπίδρασης* των αλληλεπιδράσεων
    αιτιατική την αλληλεπίδραση τις αλληλεπιδράσεις
     κλητική αλληλεπίδραση αλληλεπιδράσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αλληλεπιδράσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αλληλεπίδραση < αλληλο- + επίδραση ((μεταφραστικό δάνειο) (γαλλικά) interaction)

Προφορά

ΔΦΑ : /al.li.leˈpi.ðɾa.si/

Ουσιαστικό

αλληλεπίδραση θηλυκό

  • η αμοιβαία επίδραση μεταξύ δύο προσώπων ή συστημάτων
    η αλληλεπίδραση του φαρμάκου με το αλκοόλ μπορεί να προκαλέσει σοβαρές παρενέργειες

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.