κινητοποίηση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κινητοποίηση | οι | κινητοποιήσεις |
| γενική | της | κινητοποίησης* | των | κινητοποιήσεων |
| αιτιατική | την | κινητοποίηση | τις | κινητοποιήσεις |
| κλητική | κινητοποίηση | κινητοποιήσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, κινητοποιήσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κινητοποίηση < κινητοποιώ
- Η λέξη μαρτυρείται από το 1840
Προφορά
- ΔΦΑ : /ci.ni.toˈpi.i.si/
Ουσιαστικό
κινητοποίηση θηλυκό
- η οργανωμένη και συλλογική ενεργοποίηση για την επίτευξη ενός σκοπού
- οι εργαζόμενοι αποφάσισαν απεργιακές κινητοποιήσεις ως ένδειξη διαμαρτυρίας
Συγγενικά
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
κινητοποίηση
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.