ανάδραση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ανάδραση οι αναδράσεις
      γενική της ανάδρασης* των αναδράσεων
    αιτιατική την ανάδραση τις αναδράσεις
     κλητική ανάδραση αναδράσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αναδράσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ανάδραση < ανά και δράση για την απόδοση του αγγλικού feedback

Προφορά

ΔΦΑ : /aˈna.ðɾa.si/

Ουσιαστικό

ανάδραση θηλυκό

  • ανατροφοδοσία, ανατροφοδότηση, η διαδικασία με την οποία ένα κύκλωμα ενέργειας ελέγχει τον εαυτό του με ένα σήμα που ξαναγυρίζει στο κέντρο ελέγχου της συσκευής όταν πληρούνται κάποιες προϋποθέσεις (π.χ. ο θερμοστάτης στο κλιματιστικό μηχάνημα, που ρυθμίζει να διακοπεί η λειτουργία όταν η θερμοκρασία του εσωτερικού περιβάλλοντος φτάσει στο επιθυμητό επίπεδο)


Σύνθετα

  • βιοανάδραση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.