απόδραση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | απόδραση | οι | αποδράσεις |
| γενική | της | απόδρασης* | των | αποδράσεων |
| αιτιατική | την | απόδραση | τις | αποδράσεις |
| κλητική | απόδραση | αποδράσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, αποδράσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- απόδραση < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀπόδρα(σις) + -ση
Προφορά
- ΔΦΑ : /aˈpo.ðɾa.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐πό‐δρα‐ση
Ουσιαστικό
απόδραση θηλυκό
- η δραπέτευση (φυλακισμένων, αιχμαλώτων κ.λπ.)
- (μεταφορικά) η (προσωρινή) φυγή απ’ τα συνηθισμένα, οι ολιγοήμερες διακοπές
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.