εν δράσει
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
εν δράσει
< (
καθαρεύουσα
)
ἐν
,
δράσει
(
δοτική
ενικού του
δρᾶσις
)
→
δείτε
τις
λέξεις
εν
και
δράση
•
Η Ετυμολογία χρειάζεται
ανάπτυξη με τεκμηρίωση
. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Έκφραση
εν δράσει
(
λόγιο
)
στη
δράση
,
ενεργώντας
πολυτονική
γραφή:
ἐν δράσει
Μεταφράσεις
εν δράσει
αγγλικά
:
in action
(en)
ισπανικά
:
en acción
(es)
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.