δρᾶσις

Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική δρᾶσῐς αἱ δράσεις
      γενική τῆς δράσεως τῶν δράσεων
      δοτική τῇ δράσει ταῖς δράσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν δρᾶσῐν τὰς δράσεις
     κλητική ! δρᾶσῐ δράσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  δράσει
γεν-δοτ τοῖν  δρασέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'πόλις' όπως «πόλις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

δρᾶσις (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική δρά(ω) + -σις
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: δράση

Ουσιαστικό

δρᾶσις, -εως θηλυκό

Παράγωγα

  •  δείτε τη λέξη δράω

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.