δικαστής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο/η | δικαστής | οι | δικαστές |
| γενική | του του/της |
δικαστή δικαστού |
των | δικαστών |
| αιτιατική | τον/τη | δικαστή | τους/τις | δικαστές |
| κλητική | δικαστή (δικαστά) |
δικαστές | ||
| Η γενική ενικού σε -ού και η κλητική σε -ά, λόγιοι τύποι. | ||||
| Κατηγορία όπως «κριτής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- δικαστής < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική δικαστής < δικάζω, δικασ- + -τής
Προφορά
- ΔΦΑ : /ði.kaˈstis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐κα‐στής
Ουσιαστικό
δικαστής αρσενικό ή θηλυκό (θηλυκό: δικαστίνα & δικάστρια)
- (νομικός όρος, επάγγελμα) που δικάζει, που συμβάλλει στην απονομή της δικαιοσύνης
- (κατ’ επέκταση) που κρίνει κάποιον (αυστηρά) για τις πράξεις του
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη δίκη
Μεταφράσεις
δικαστής
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | δικαστής | οἱ | δικασταί |
| γενική | τοῦ | δικαστοῦ | τῶν | δικαστῶν |
| δοτική | τῷ | δικαστῇ | τοῖς | δικασταῖς |
| αιτιατική | τὸν | δικαστήν | τοὺς | δικαστᾱ́ς |
| κλητική ὦ! | δικαστᾰ́ | δικασταί | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | δικαστᾱ́ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | δικασταῖν | ||
| 1η κλίση, Κατηγορία 'ποιητής' όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Πηγές
- δικαστής - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- δικαστής - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.