δικαστίνα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δικαστίνα οι δικαστίνες
      γενική της δικαστίνας των δικαστίνων
    αιτιατική τη δικαστίνα τις δικαστίνες
     κλητική δικαστίνα δικαστίνες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

δικαστίνα < δικαστής + κατάληξη θηλυκού -ίνα

Ουσιαστικό

δικαστίνα θηλυκό

  1. (προφορικό, επάγγελμα) γυναίκα δικαστής
  2. (προφορικό) σύζυγος δικαστή

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.