πταισματοδίκης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πταισματοδίκης οι πταισματοδίκες
      γενική του πταισματοδίκη των πταισματοδικών
    αιτιατική τον πταισματοδίκη τους πταισματοδίκες
     κλητική πταισματοδίκη πταισματοδίκες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πταισματοδίκης < πταίσματ(ος) + -ο- + -δίκης

Προφορά

ΔΦΑ : /pte.zma.toˈði.cis/

Ουσιαστικό

πταισματοδίκης αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.