κριτής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο/η | κριτής | οι | κριτές |
| γενική | του του/της |
κριτή κριτού |
των | κριτών |
| αιτιατική | τον/την | κριτή | τους/τις | κριτές |
| κλητική | κριτή | κριτές | ||
| Η γενική ενικού σε -ού, λόγιος τύπος. | ||||
| Κατηγορία όπως «κριτής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κριτής < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική κριτής < κρίνω + -τής
Ουσιαστικό
κριτής αρσενικό ή θηλυκό (θηλυκό & κρίτρια)
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη κρίνω
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | κριτής | οἱ | κριταί |
| γενική | τοῦ | κριτοῦ | τῶν | κριτῶν |
| δοτική | τῷ | κριτῇ | τοῖς | κριταῖς |
| αιτιατική | τὸν | κριτήν | τοὺς | κριτᾱ́ς |
| κλητική ὦ! | κριτᾰ́ | κριταί | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κριτᾱ́ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | κριταῖν | ||
| 1η κλίση, Κατηγορία 'ποιητής' όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
κριτής αρσενικό
- άτομο που κρίνει, αξιολογεί και αποφασίζε για κάτι
- κριτής
- δικαστής
- διαιτητής
- (ελληνιστική σημασία) Ιουδαίος κυβερνήτης
- δόντι
- ↪ κριτάς: ὀδόντας (⌘ Ἡσύχιος (5ος αιώνας κε), Γλῶσσαι, Κ)
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη κρίνω
Εκφράσεις
- ἐνυπνίων κριτής: ονειροκρίτης
- λαμβάνω κριτήν: βρίσκω υπερασπιστή ή υποστηρικτή
Πηγές
- κριτής - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κριτής - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.