Richter
Γαλλικά (fr)
Ετυμολογία
- Richter < → λείπει η ετυμολογία
Γερμανικά (de)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
| ονομαστική | der | Richter | die | Richter |
| γενική | des | Richters | der | Richter |
| δοτική | dem | Richter | den | Richtern |
| αιτιατική | den | Richter | die | Richter |
Προφορά
- ⓘ
Δανικά (da)
Ετυμολογία
- Richter < → λείπει η ετυμολογία
Ιταλικά (it)
Ετυμολογία
- Richter < → λείπει η ετυμολογία
Νορβηγικά (no)
Ετυμολογία
- Richter < → λείπει η ετυμολογία
Σουηδικά (sv)
Ετυμολογία
- Richter < → λείπει η ετυμολογία
Σλοβενικά (sl)
Ετυμολογία
- Richter < → λείπει η ετυμολογία
Φινλανδικά (fi)
Ετυμολογία
- Richter < → λείπει η ετυμολογία
Φλαμανδικά (vls)
Ετυμολογία
- Richter < → λείπει η ετυμολογία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.