εφέτης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | εφέτης | οι | εφέτες |
| γενική | του | εφέτη | των | εφετών |
| αιτιατική | τον | εφέτη | τους | εφέτες |
| κλητική | εφέτη | εφέτες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- εφέτης < αρχαία ελληνική ἐφέτης < ἐφίημι < ἵημι
Ουσιαστικό
εφέτης αρσενικό ή θηλυκό (για θηλυκό έχει προταθεί και το εφέτρια)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.