εφέτης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο εφέτης οι εφέτες
      γενική του εφέτη των εφετών
    αιτιατική τον εφέτη τους εφέτες
     κλητική εφέτη εφέτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εφέτης < αρχαία ελληνική ἐφέτης < ἐφίημι < ἵημι

Ουσιαστικό

εφέτης αρσενικό ή θηλυκό (για θηλυκό έχει προταθεί και το εφέτρια)

  1. ο ανώτερος δικαστής, το μέλος εφετείου
  2. (ιστορία) ο δικαστής στην αρχαία Αθήνα, που δίκαζε φόνους εξ αμελείας

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.