δίκη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δίκη οι δίκες
      γενική της δίκης των δικών
    αιτιατική τη δίκη τις δίκες
     κλητική δίκη δίκες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

δίκη < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική δίκη < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *deyḱ-

Ουσιαστικό

δίκη θηλυκό

Μεταφράσεις

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
δῐκᾱ-
ονομαστική δίκη αἱ δίκαι
      γενική τῆς δίκης τῶν δικῶν
      δοτική τῇ δίκ ταῖς δίκαις
    αιτιατική τὴν δίκην τὰς δίκᾱς
     κλητική ! δίκη δίκαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  δίκ
γεν-δοτ τοῖν  δίκαιν
Το φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'δίκη' όπως «βελόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

δίκη < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

δίκη θηλυκό

  1. απόφαση, καταδίκη, το δίκαιο
  2. (νομικός όρος)
    1. δίνω ικανοποίηση για έγκλημα
    2. δίκη (για ιδιωτικό έγκλημα)
       δείτε τη λέξη γραφή (για δημόσιο έγκλημα)
  3.  δείτε και τη λέξη Δίκη

Εκφράσεις

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.