αυστηρά
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
αυστηρά
<
αυστηρός
Επίρρημα
αυστηρά
με
αυστηρό
τρόπο, με
αυστηρότητα
Μεταφράσεις
αυστηρά
Κλιτικός τύπος επιθέτου
αυστηρά
ονομαστική
,
αιτιατική
και
κλητική
πληθυντικού
του
αυστηρό
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.