δούκας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο δούκας οι δούκες
      γενική του δούκα
& δουκός
των δουκών
    αιτιατική τον δούκα τους δούκες
     κλητική δούκα δούκες
Δείτε και την κλίση του επωνύμου Δούκας.
Κατηγορία όπως «μήνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

δούκας < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική δούξ < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή δούξ (από την αιτιατική τὸν δοῦκα) < λατινική dux (στρατιωτικός διοικητής) < duco (διοικώ) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *dewk-

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈðu.kas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δούκας

Ουσιαστικό

δούκας αρσενικό (θηλυκό δούκισσα, δουκέσα και το παλιότερο δούκαινα)

  1. τίτλος ευγενείας της Δυτικής Ευρώπης
  2. παλαιότερο αξίωμα
    • (Βυζάντιο)  δείτε τη λέξη δούξ στρατιωτικός διοικητής θέματος, στρατηγός
    • (βενετοκρατία) γενικός διοικητής
    • (μεσαιωνική Ευρώπη) ηγεμόνας μικρού κράτους που ήταν ανεξάρτητο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.