επτά
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- επτά < αρχαία ελληνική ἑπτά
Παράγωγα
| αριθμητικά | |
| απόλυτο: | επτά |
| ψηφίο: | επτάρι |
| τακτικό: | έβδομος |
| πολλαπλασιαστικό: | επταπλός |
| αναλογικό: | επταπλάσιος |
| περιληπτικό: | επτάδα, επταριά |
| επίρρημα: | επτάκις |
| πρόθημα: | επτα- |
| χρονικά | |
| λεπτά: | επτάλεπτο |
| ώρες: | επτάωρο |
| ημέρες: | επταήμερο |
| μήνες: | επτάμηνο |
| έτη: | επταετία |
| διάρκεια: | επταετής, επταετές - επτάχρονος, επτάχρονη, επτάχρονο |
Σύνθετα
- επταήμερος
- επτάστιχο
- επτασύλλαβος
- επτάωρος
Μεταφράσεις
επτά
|
→ δείτε τη λέξη εφτά |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.