πάντρεμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | πάντρεμα | τα | παντρέματα |
| γενική | του | παντρέματος | των | παντρεμάτων |
| αιτιατική | το | πάντρεμα | τα | παντρέματα |
| κλητική | πάντρεμα | παντρέματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πάντρεμα < παντρεύω
Ουσιαστικό
πάντρεμα ουδέτερο
- η ένωση, ο καλός συνδυασμός, το ταίριασμα διαφορετικών στοιχείων, αλλά και ο γάμος, η παντρειά
- το πάντρεμα της αρχαιολατρείας με τον μονοτονικό εκσυγχρονισμό στη γλώσσα μοιάζει ακατόρθωτο
- το πάντρεμα δύο διαφορετικών ιδεολογιών ή τεχνοτροπιών είναι αρκετά δύσκολο
Συγγενικά
Μεταφράσεις
πάντρεμα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.