μηλόγαμο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μηλόγαμο τα μηλόγαμα
      γενική του μηλόγαμου των μηλόγαμων
    αιτιατική το μηλόγαμο τα μηλόγαμα
     κλητική μηλόγαμο μηλόγαμα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μηλόγαμο < μήλο + γάμος

Ουσιαστικό

μηλόγαμο ουδέτερο, πληθυντικός μηλόγαμα

  1. (λαϊκότροπο), (ιδιωματικό): μήλο που χρησιμοποιείται σε έθιμα γάμου
    συνηθέστερα λέγονται μηλόγαμα τα μήλα που προσφέρονται στους άμεσους συγγενείς του ζεύγους αντί κουφέτων καθώς και εκείνα που δίνονται σε ανύπαντρους, ενώ σε ορισμένες περιοχές της Ηπείρου διανέμονται και ως προσκλητήρια γάμου

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.