βριζόνι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | βριζόνι | τα | βριζόνια |
| γενική | του | βριζονιού | των | βριζονιών |
| αιτιατική | το | βριζόνι | τα | βριζόνια |
| κλητική | βριζόνι | βριζόνια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /vriˈzo.ni/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βρι‐ζό‐νι
- ομόηχο: Βριζώνη, Βρυζώνη (γυναικεία επώνυμα)
Ουσιαστικό
βριζόνι ουδέτερο
- χειροκίνητος ανελκυστήρας με δίχτυ ή καλάθι, με τον οποίο μπορούμε να μεταφέρουμε ανθρώπους ή αντικείμενα από υψηλότερο σε χαμηλότερο μέρος και το αντίθετο
- ※ Η μονή των Αγίων Πάντων ή Βαρλαάμ είναι το δεύτερο μεγάλο μοναστήρι των Μετεώρων. Μετά την είσοδο ένας καμαροσκέπαστος διάδρομος οδηγεί τον επισκέπτη στη μικρή κλιμακωτή αυλή με τη θαυμάσια θέα. Στα ανατολικά βρίσκεται το νοσοκομείο με τον μικρό ναό των Αγίων Αναργύρων, στα βόρεια το καθολικό των Αγίων Πάντων, ο ξενώνας, κελλιά, βοηθητικοί χώροι και ο πύργος για το βριζόνι και προς τα δυτικά το παλιό μαγειρείο, η τράπεζα, ο ναός των Τριών Ιεραρχών και κελλιά. (http://odysseus.culture.gr)
- κατασκευή με την οποία μεταφέρονταν (ελαφρά ή και λίγο βαρύτερα) πράγματα από ένα μέρος σε άλλο
- ※ Στο βριζόνι π.χ., τα παλιότερα χρόνια που ξεφλούδιζαν τα καλαμπόκια (ρόκες) με τα χέρια, ρίχναν τα ροκόφυλλα, και δυο άτομα τα μετέφεραν στην αποθήκη για ζωοτροφή. (Θανάσης Γ. Ανωγιάτης, «Λέξεις που αποχωρούν», Πρεβεζάνικα Χρονικά, 55-56 (2019) 258)
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη βρίζα
Πηγές
- βριζώνι - ⌘ Ἱστορικὸν Λεξικὸν τῆς Νέας Ἑλληνικῆς, τῆς τε κοινῶς ὁμιλουμένης καὶ τῶν ἰδιωμάτων (ΙΛΝΕ) της Ακαδημίας Αθηνών, online έως το λήμμα «δαχτυλωτός» (αναζήτηση, βραχυγραφίες). Έντυπη έκδοση: επτά τόμοι (1933‑2022) ως το λήμμα «δόγης»
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.