μοναστήρι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | μοναστήρι | τα | μοναστήρια |
| γενική | του | μοναστηριού | των | μοναστηριών |
| αιτιατική | το | μοναστήρι | τα | μοναστήρια |
| κλητική | μοναστήρι | μοναστήρια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

μοναστήρι στη Λακωνία
Ετυμολογία
- μοναστήρι < μεσαιωνική ελληνική μοναστήρι < (ελληνιστική κοινή) μοναστήριον < μοναστήριος < μονάζω < αρχαία ελληνική μόνος
Προφορά
- ΔΦΑ : /mo.nasˈti.ɾi/
Ουσιαστικό
μοναστήρι ουδέτερο
Συνώνυμα
Συγγενικά
Μεταφράσεις
μοναστήρι
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.