κελλί
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | κελλί | τα | κελλιά |
| γενική | του | κελλιού | των | κελλιών |
| αιτιατική | το | κελλί | τα | κελλιά |
| κλητική | κελλί | κελλιά | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κελλί < μεσαιωνική ελληνική κελλίν < ελληνιστική κοινή κελλίον, υποκοριστικό του κέλλα < λατινική cella
Προφορά
- ΔΦΑ : /ceˈli/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κελ‐λί
Συγγενικά
- Κελλιά (τοπωνύμιο)
Μεταφράσεις
κελλί
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.