δίχτυ

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το δίχτυ τα δίχτυα
      γενική του διχτυού των διχτυών
    αιτιατική το δίχτυ τα δίχτυα
     κλητική δίχτυ δίχτυα
όπως «-υ ουδέτερα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Δίχτυα ψαρέματος.
Δίχτυ μαλλιών (1861).
Δίχτυ ποδοσφαιρικού τέρματος.

Ετυμολογία

δίχτυ < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική δίκτυ με ανομοίωση [kt] > [xt] < αρχαία ελληνική δίκτυον

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈði.xti/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δίχτυ

Ουσιαστικό

δίχτυ ουδέτερο

  1. σύστημα διασταυρούμενων σχοινιών ή συρμάτων που σχηματίζουν ένα πλέγμα, που χρησιμοποιείται
    1. από ψαράδες, για να παγιδεύουν τα ψάρια
    2. από κυνηγούς, για να παγιδεύουν τα ζώα ή τα πουλιά
    3. από τους ανθρώπους, για να μεταφέρουν τα ψώνια
    4. για να συγκρατεί τα μαλλιά
    5. (αθλητισμός) για να χωρίζει τον χώρο διεξαγωγής διαφόρων αθλημάτων (βόλεϊ, τένις κ.ά.)
       συνώνυμα: φιλέ
    6. (αθλητισμός) για να συγκρατεί την μπάλα σε διάφορα αθλήματα (ποδόσφαιρο, μπάσκετ κ.ά.)
       συνώνυμα: πλεχτό
  2. (μεταφορικά) ο ιστός της αράχνης
  3. (μεταφορικά) πλέγμα μεθόδων ή ενεργειών που «παγιδεύουν» τους ανθρώπους και συμβάλλουν στην παρακολούθησή τους

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη δίκτυο

Εκφράσεις

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.