Μετέωρα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τα | Μετέωρα | ||
| γενική | των | Μετεώρων | ||
| αιτιατική | τα | Μετέωρα | ||
| κλητική | Μετέωρα | |||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Κύριο όνομα
Μετέωρα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό[2]
- το σύνολο των μοναστηριών που είναι χτισμένα πάνω στα βράχια έξω από την πόλη της Καλαμπάκας στη βορειοδυτική Θεσσαλία
- το σύνολο των βράχων πάνω στα οποία είναι χτισμένα τα ομώνυμα μοναστήρια
Συγγενικά
- μετεωρικός
- Μετεωρίτης
- Μετεωρίτισσα
- μετεωρίτικος
- Μετέωρο
- → δείτε τις λέξεις μετέωρος, μετά και αίρω
-
Μετέωρα στη Βικιπαίδεια

Σημειώσεις
- Ο κτίτωρ της Ιεράς Μονής Μεταμορφώσεως του Μεγάλου Μετεώρου, όσιος Αθανάσιος ο Μετεωρίτης, πρωτοέδωσε το όνομα αυτό στα 1340 μ.Χ. στον «Πλατύ Λίθο», τον βράχο του Μεγάλου Μετεώρου· στη συνέχεια η ονομασία επεκτάθηκε σε όλους του βράχους καθώς και στα μοναστήρια που είναι χτισμένα επάνω τους. «Ἐάσας οὖν τὸν στύλον δ' Ἀθανάσιος πρὸς τὸ μετέωρον ἔρχεται. Οὕτω γὰρ παρ' αὐτοῦ ὁ πλατύλιθος μετωνόμασται». (Κώδικας Μεταμορφώσεως 404)
- Απαντά και ο ενικός Μετέωρο: το μοναστήρι του Μεγάλου Μετεώρου, το Μεγάλο Μετέωρο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.